Άρθρο Αξιωματικού του ΠΣ σχετικά με την Πολιτική Προστασία το Πυροσβεστικό Σώμα και την προστασία των Δασών – Τα Προγράμματα “ΑΙΓΙΣ” και “ΑΝΤΙΝΕΡΟ”
Οι πρώτες σοβαρές πυρκαγιές σε Αττική και Χίο φανέρωσαν αυτό για το οποίο το ΚΚΕ προειδοποιούσε στην έναρξη και της φετινής αντιπυρικής περιόδου, ότι παραμένουν όλες οι αιτίες και οι αρνητικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην εκδήλωση και εξάπλωση καταστροφικών πυρκαγιών.
Δημοσιεύουμε σήμερα πέντε (5) άρθρα για την Πολιτική Προστασία, το Πυροσβεστικό Σώμα και την προστασία των Δασών.
- Το πρόγραμμα «ΑΝΤΙΝΕΡΟ» – Η κυβέρνηση με το πρόσχημα της πρόληψης μετατρέπει τα δάση σε πεδία επενδύσεων και κερδοφορίας για συγκεκριμένους εργολάβους και εταιρίες
- Για τη στρατιωτικοποίηση του Πυροσβεστικού Σώματος – Οι πυροσβεστικοί υπάλληλοι διέπονται από ένα απαρχαιωμένο, αντιδραστικό πειθαρχικό δίκαιο και εργασιακό καθεστώς, που τους στερεί το δικαίωμα στην απεργία, τους φέρνει αντιμέτωπους με εκδικητικές μεταθέσεις διευκολύνοντας τες, τους υπαγορεύει να υπακούν σε μία αυστηρή, ανάλογη προς αυτή του στρατού, ιεραρχία, τους εξαναγκάζει πολύ συχνά να εφαρμόζουν παράνομες διαταγές και κυρίως τους αποστερεί των βασικών εξασφαλίσεων του εργατικού δικαίου, των σχετικών με το χρόνο και τον τόπο παροχής της εργασίας τους.
- Τι είναι το “ΑΙΓΙΣ” – Το πρόγραμμα εντάσσεται και εξειδικεύει τη στρατηγικής «Εσωτερικής και Εξωτερικής ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και του ΝΑΤΟ, με τις ένοπλες δυνάμεις να αποτελούν βασικό εργαλείο της σύνδεσής της με την πολιτική προστασία.
- Το “οχυρωμένο” Δάσος, η εκχώρηση της διαχείρισής του και η Άμυνα – Η προστασία των Δασών, που είναι φυσικοί πόροι, συνδέεται όχι μόνο με την ίδια τη ζωή του λαού την προστασία του αλλά και με την αμυντική ικανότητα της χώρας.
- Ελλείψεις πυρασφάλειας στις δημόσιες δομές εκπαίδευσης – Η παντελής ή μερική έλλειψη έργων και μέτρων για την προληπτική πυροπροστασία είναι σχετικά “αθέατο”, αλλά πολύ κρίσιμο θέμα που πρέπει να απασχολήσει το μαζικό κίνημα.
Το πρόγραμμα «ΑΝΤΙΝΕΡΟ»
Έχει προβληθεί από σύσσωμο το κυβερνητικό επιτελείο ως η μεγαλύτερη δράση πρόληψης των δασικών πυρκαγιών που έχει ποτέ εκπονηθεί, μάλιστα το πρόγραμμα προβλέπει δαπάνη 415,1εκ € συνολικά.
Η αποτελεσματική προστασία των δασών από τις δασικές πυρκαγιές αποτελεί ένα διαχρονικό ζητούμενο το οποίο αν δεν συνδεθεί με το κεντρικό πρόβλημα των δασών δεν μπορεί ποτέ να αντιμετωπιστεί. Αυτό δεν είναι άλλο από το ότι έχει μετατραπεί το δάσος σε εμπόρευμα, που όταν φέρνει κέρδη από την αλλαγή της χρήσης του, μετατρέπεται σε οικισμούς, βιομηχανίες, ξενοδοχεία, βίλες σουπερμάρκετ, δασικά χωριά, λατομία κ.λ.π. ενώ όταν δεν φέρνει κέρδη, αφήνεται χωρίς διαχείριση και προστασία στο έλεος των δασικών πυρκαγιών και άλλων κινδύνων.
Θυμίζουμε ότι η πλήρης απαξίωση της πρόληψης ξεκίνησε το μακρινό 1998 όταν η τότε κυβερνητική πλειοψηφία (ΠΑΣΟΚ) αποφάσισε την αφαίρεση της αρμοδιότητας της δασοπυρόσβεσης από τη δασική υπηρεσία και την ανάθεσή της στο Πυροσβεστικό Σώμα. Ενέργεια πλήρως αντεπιστημονική, αφού διάσπασε την ενιαία διαχείριση και προστασία του δάσους, διαχώρισε την πρόληψη από την κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών, και οδήγησε στην ουσιαστική ανυπαρξία κάθε είδους πρόληψης, ενώ ενισχύθηκε η κατάσβεση. Πολιτική απόφαση που αποδείχθηκε απόλυτα αποτυχημένη εκ των αποτελεσμάτων της υλοποίησης της, η οποία όμως δεν έχει αμφισβητηθεί από καμία κυβέρνηση που ακολούθησε.
Αντίθετα όλες οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν, προχώρησαν στη συρρίκνωση και την πλήρη απαξίωση των δασικών υπηρεσιών. Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι οι δασικές πυρκαγιές για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά είναι αναγκαία η γνώση του δάσους. Η γνώση αυτή αφορά εκτός των άλλων και τις γεωμορφολογικές συνθήκες του κάθε δάσους, της πυκνότητας και της κατάστασης του δικτύου δασικών δρόμων παράγοντες οι οποίοι μαζί με τη σύνθεση της δασικής βλάστησης και των βασικών κατευθύνσεων του ανέμου, θα πρέπει να καθορίζουν, το είδος των επίγειων δυνάμεων που πριν το ξέσπασμα μιας πυρκαγιάς θα βρίσκονται ήδη και για όλο το 24ωρο μέσα στο δάσος σε συγκεκριμένες επιλεγμένες θέσεις (μεγάλα πυροσβεστικά, μικρά, αγροτικά με μισό τόνο νερού, μηχανές με 2 αναβάτες και επινώτιους πυροσβεστήρες κλπ .
Τα παραπάνω δεν μπορούν να κατακτηθούν από τους πυροσβέστες όσο φιλότιμη προσπάθεια κι αν κάνουν ούτε αρκούν οι Δασολόγοι των πρόσφατα ιδρυμένων ειδικών μονάδων δασικών επιχειρήσεων (Ε.ΜΟ.Δ.Ε.) της Πυροσβεστικής αφού για να εξασφαλισθεί η γνώση των ιδιαιτεροτήτων του κάθε δασικού συμπλέγματος, προϋποθέτει να είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι στο ίδιο δασαρχείο για. τουλάχιστον 5 χρόνια. Είναι άρα δεδομένο ότι δεν υφίσταται πρόληψη χωρίς την ενίσχυση των δασικών υπηρεσιών με μόνιμο προσωπικό και πόρους και εξασφάλιση των προϋποθέσεων για εναέρια διαχείριση των δασών, για κατάργηση του διαχωρισμού της πρόληψης από την κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών, και για τη μεταφορά της στη δασική υπηρεσία.
Με βάση τα παραπάνω το πρόγραμμα ΑΝΤΙΝΕΡΟ με μια επιφανειακή ανάλυση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ευχάριστη έκπληξη» αφού η κυβέρνηση αποφάσισε επιτέλους να δώσει βάρος στην πρόληψη. Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με τα λεγόμενα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας το πρόγραμμα περιλαμβάνει: Βελτίωση και Συντήρηση του δασικού οδικού δικτύου, καθαρισμούς δασών, βελτίωση και συντήρηση αντιπυρικών ζωνών, σχέδια αντιπυρικής προστασίας σε 3 φάσεις. Ξεκίνησε το 2022 και αναμένεται να ολοκληρωθεί στο τέλος του τρέχοντος έτους. Το πρόγραμμα όπως ήταν αναμενόμενο χρηματοδοτείτε από την ΕΕ στα πλαίσια του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης. Το ερώτημα επομένως που προκύπτει είναι με τι επιστημονικές προϋποθέσεις πραγματοποιούνται αυτές οι εκτεταμένες παρεμβάσεις στο δασικό ιστό.
Θα παραθέσουμε παρακάτω ορισμένους προβληματισμούς γύρω από την ίδια τη διαδικασία και τα επιστημονικά κριτήρια σύμφωνα με τα οποία υλοποιείται το πρόγραμμα. Οι εν λόγω ενστάσεις προέρχονται από συναδέλφους πυροσβέστες, από ανθρώπους της υπαίθρου που εξαρτώνται και οικονομικά από τα δάση αλλά και από επιστημονικούς φορείς και εκφράστηκαν σε ημερίδα που διοργανώθηκε τους προηγούμενους μήνες από το επιμελητήριο περιβάλλοντος και βιωσιμότητας. [1]
Αρχικά η επιστημονική κοινότητα των Δασολόγων και όχι μόνο, έχει εκφράσει έντονες ανησυχίες για τον τρόπο υλοποίησης του προγράμματος και οι οποίες συμπυκνώνονται στα ακόλουθα ζητήματα. Το πρόγραμμα βασίστηκε σε δασολογική μελέτη για το σύνολο της χώρας η οποία καθορίζει τα βασικά χαρακτηριστικά των ενεργειών που πρέπει να γίνουν σε όλα τα δασικά συστήματα της επικράτειας και εκπονήθηκε πριν την έναρξη του προγράμματος. Συν τοις άλλοις στην εν λόγω μελέτη γινόταν αναφορά στην μοναδικότητα κάθε δάσους από την οποία προκύπτει η ανάγκη πριν την οποιαδήποτε επέμβαση να γίνει ξεχωριστή μελέτη για κάθε δασικό σύστημα ώστε να εξειδικευτούν οι ενέργειες που περιγράφονται κεντρικά.
Το παραπάνω μόνο ως αστείο κυκλοφορούσε στους υπαλλήλους των δασαρχείων καθώς οι «εξειδικευμένες» μελέτες αποτελούσαν κόπια της κεντρικής ενώ μάλιστα δεν έλειψαν και τα ευτράπελα με περιπτώσεις στις οποίες το ιδιωτικό μελετητικό γραφείο που εκπόνησε τη μελέτη δεν μπήκε καν στον κόπο να αλλάξει τις τοποθεσίες (ξέφυγαν από προηγούμενη μελέτη στο copy – paste). Την ίδια στιγμή διευθυντικά στελέχη της Δασικής υπηρεσίας πίεζαν τους υπαλλήλους να μην φέρνουν αντιρρήσεις στην παραπάνω κατάσταση καθώς τα χρήματα προέρχονται από το ταμείο ανάκαμψης και έπρεπε να εκταμιευτούν γρήγορα για να μην «χαθούν».Ενώ συχνό είναι το φαινόμενο οι μελέτες να γίνονται από τις εταιρίες στις οποίες ανατεθήκαν συγκεκριμένα έργα ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ.
Επίσης έγινε και διαγωνισμός για να προκύψει εταιρία η οποία θα συγκέντρωνε για αξιοποίηση την αφαιρεθείσα βιομάζα, τον οποίο κέρδισε μεγάλη εταιρία του κλάδου. Ούτε αυτό προχώρησε βέβαια καθώς η εν λόγω εταιρία διαπίστωσε εκ των υστέρων ότι τα έξοδα περισυλλογής και μεταφοράς του παραπάνω υλικού ήταν ασύμφορα. Σε μια κίνηση εντυπωσιασμού η κυβέρνηση της ΝΔ, ύστερα από το παραπάνω ναυάγιο, αποφάσισε να δωρίσει μέρος της ξυλείας που προέκυψε στους κατοίκους των γύρω περιοχών αλλά η τύχη της υπόλοιπης βιομάζας, είτε κατέληξε διασκορπισμένη στις γύρω περιοχές είτε βρίσκεται ακόμη συγκεντρωμένη σε σωρούς μέσα ή στα όρια των δασών αποτελώντας πιθανή εστία πυρκαγιάς.
Εκτός των προαναφερόμενων η κυβέρνηση στην προσπάθεια της να εξασφαλίσει “καθαρές” από βλάστηση περιοχές, για να έχει το ¨κεφάλι της ήσυχο” άφησε ουσιαστικά εν λευκώ τους τις εργοληπτικές εταιρίες να “ξυρίσουν” όλη τη βλάστηση συμπεριλαμβανομένων των θάμνων, και κατέστρεψαν όλο τον υπόροφο συμπεριλαμβανομένων και των δασικών ειδών που ήταν μικρά σε ηλικία και προέρχονται από φυσική αναγέννηση. Η καταστροφή αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα τη διάβρωση και παράσυρση των δασικών εδαφών αν προκύψει έντονη βροχή όποτε θα υπάρχει πιθανή αύξηση πλημμυρικών φαινομένων και τελικά θα προκύψει υποβάθμιση έως και πλήρη καταστροφή της δασικής αυτής περιοχής. Χαρακτηριστικά έχει καταγγελθεί[2] περίπτωση δάσους στην Πάτρα που ενώ έχει χαρακτηριστεί περιοχή «NATURA» οι εργασίες που περιλαμβάνει το ΑΝΤΙΝΕΡΟ προχώρησαν αποψιλώνοντας πλήρως σημαντικές εκτάσεις.
Εξίσου σημαντικό ζήτημα που προκύπτει κατά την εφαρμογή του προγράμματος είναι ότι ακόμη και αυτές οι παρεμβάσεις που προβλέπονται δεν γίνονται με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το κλάδεμα των δέντρων. Είναι προφανές ότι το κλάδεμα των δέντρων που απαρτίζουν το δασικό οικοσύστημα είναι μια διαδικασία που απαιτεί τόσο επιστημονική μόρφωση όσο και εμπειρία καθώς κάθε δέντρο απαιτεί διαφορετική αντιμετώπιση και λανθασμένες ενέργειες μπορούν εύκολα να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές. Τα παραπάνω μπορούν να διαθέτουν μόνο οι δασικοί υπάλληλοι οι οποίοι γνωρίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του δάσους που έχουν στην ευθύνη τους. Συνεπώς κατά την εκτέλεση των εργασιών είναι αναγκαία η παρουσία τους στο πεδίο για την καθοδήγηση του εργολάβου και του προσωπικού του. Το παραπάνω είναι κυριολεκτικά αδύνατο με βάση τη σημερινή τραγική κατάσταση ελλείψεων προσωπικού των δασικών υπηρεσιών. Την κατάσταση δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο οι εργολάβοι οι οποίοι πιέζουν τους πληρωμένους με μισθούς πείνας εργάτες τους, να βγει γρήγορα η δουλειά για ευνόητους λόγους. Στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα το προσωπικό είναι ανειδίκευτο με αποτέλεσμα ακόμη και στις ελάχιστες περιπτώσεις που είναι παρόν ο υπάλληλος του δασαρχείου να είναι πολύ δύσκολη η επικοινωνία και η καθοδήγηση για τη σωστή εκτέλεση των εργασιών. Επισημαίνουμε ότι η αποψίλωση των περιοχών επιταχύνουν την εκτέλεση των εργασιών πχ καθαρισμού ενώ ταυτόχρονα μειώνουν το κόστος καθυστερήσεων σε προσωπικό και μέσα αφού αν γινόταν επιλογικά ο καθαρισμός θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν εργάτες για μεταφορά των κλαδεύσεων ακόμη και με τα χέρια, αφού λόγω του ότι θα παρέμεναν δένδρα ή θάμνοι στις δασικές περιοχές, θα υπήρχε ισχυρό ενδεχόμενο να μην μπορούν τα οχήματα μεταφοράς των κλαδεύσεων να μπουν στο δάσος όπως αν ήταν τελείως καθαρισμένο.
Όλα τα παραπάνω δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Η κυβέρνηση με το πρόσχημα της πρόληψης μετατρέπει τα δάση σε πεδία επενδύσεων και κερδοφορίας για συγκεκριμένους εργολάβους και εταιρίες μέσω του προγράμματος ΑΝΤΙΝΕΡΟ. Οι οποίες μάλιστα επενδύσεις πρέπει να προχωρήσουν με κάθε κόστος στο αποφασισμένο χρονοδιάγραμμα. Αυτό μάλιστα πήρε παράταση μέχρι και το 2027, γι’ αυτό και έχει αναλάβει να τις «τρέξει» ο φορέας που έχει «γαλόνια» στο ξεπούλημα της λαϊκής περιουσίας, το ΤΑΙΠΕΔ. Κάποιος βέβαια θα μπορούσε να σκεφτεί ότι, αν παραβλέψει κανείς τα αρνητικά περιβαλλοντικά αποτελέσματα, κατασκευάστηκαν έστω κάποιες αντιπυρικές ζώνες οπότε θα είναι πιο εύκολη η αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. Δυστυχώς όμως αυτά τα έργα είναι αποσπασματικά και επειδή δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της διαχείρισης και προστασίας κάθε δάσους δεν μπορούν αντικειμενικά να έχουν θετικά αποτελέσματα. Η περσινή εμπειρία δεν είναι καθόλου ενθαρρυντική καθώς σε πολλές περιπτώσεις με πιο χαρακτηριστική τη Β.Α Αττική όπου έχουν πραγματοποιηθεί τέτοιες παρεμβάσεις και στα πλαίσια του ΑΝΤΙΝΕΡΟ, αυτές δεν είχαν καμία θετική επίδραση στο έργο της δασοπυρόσβεσης. Αυτό επιβεβαιώνουν τα δεδομένα που έχει δημοσιοποιήσει η κυβέρνηση, ότι στους γειτονικούς δήμους με το Βαρνάβα, όπου ξεκίνησε η καταστροφική πυρκαγιά τον Αύγουστο του 2024 είχαν καθαριστεί πάνω από 6.700 στρέμματα, αυτό όμως σε τίποτα δεν εμπόδιζε τη πυρκαγιά να κάψει 104.000 στρέμματα και να στοιχίσει μια ανθρώπινη ζωή.
Με άλλα λόγια η πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ αλλά και όσων προηγήθηκαν αντιμετωπίζει το δάσος ως εμπόρευμα, ως κερδοφόρα διέξοδο για τους επιχειρηματικούς ομίλους και όχι ως κοινωνικό αγαθό. Όχι μόνο κι όχι κυρίως με το πρόγραμμα ΑΝΤΙΝΕΡΟ. Αλλά με ένα πλέγμα Νόμων με πιο χαρακτηριστικό τον πρόσφατο νόμο 5106/2024 ο οποίος προβλέπει την εκχώρηση της διαχείρισης των κρατικών δασικών Οικοσυστημάτων που αποτελούν το πάνω από 55%της χερσαίας έκτασης της χώρας μας στους ξυλοβιομήχανους και τους ξυλέμπορους Η κατεύθυνση αυτή είναι σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα λαού και πυροσβεστών τόσο στο παρόν, αφού υπονομεύει τη διαχείριση και προστασία των δασών αλλά και το έργο της δασοπυρόσβεσης με ότι αυτό συνεπάγεται για τη λαϊκή περιουσία και την υγεία των πυροσβεστών όσο και στο μέλλον, καθώς ναρκοθετεί την ίδια την επιβίωση των δασικών οικοσυστημάτων. Είναι εμφανές πλέον και στον πιο δύσπιστο ότι επιχειρηματική δραστηριότητα και προστασία του δάσους είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Μοναδική λύση να συναντηθούν οι ανησυχίες μας με την πρόταση του ΚΚΕ:
- Για ολοκληρωμένη και ενιαία διαχείριση και προστασία των δασών με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες και την προστασία του περιβάλλοντος
- Για κατάργηση κάθε είδους επιχειρηματικής δραστηριότητας στα δάση.
- Για άμεση και ουσιαστική ενίσχυση των δασικών υπηρεσιών με μέσα μόνιμο προσωπικό και χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό
- Για κάλυψη όλων των οργανικών κενών του Πυροσβεστικού Σώματος
Αξιωματικός Πυροσβεστικής
[1] https://www.youtube.com/watch?v=omz88-cv4Yc
[2] https://www.oikipa.eu/antinero
Για τη στρατιωτικοποίηση του Πυροσβεστικού Σώματος
Στον πρόσφατο Νόμο 4662/2020 (άρθρο 74) για την αναδιοργάνωση του Πυροσβεστικού Σώματος (Π.Σ.), αυτό αναφέρεται ως “ιδιαίτερο Σώμα Ασφαλείας”, οι υπάλληλοι του είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ όπου δεν ορίζεται διαφορετικά εξισώνονται με τους πολιτικούς δημόσιους υπαλλήλους (κατ άρθρο 76). Μολονότι αυτή η ιδιαιτερότητα του Σώματος ούτε ορίζεται, ούτε εξηγείται ρητά στο νόμο, προκύπτει ευθέως από το γεγονός ότι, αν και πρόκειται για ένα Σώμα Ασφαλείας, που διέπεται μάλιστα από ειδικότερη νομοθεσία, αποτελείται από πολιτικούς και όχι από στρατιωτικούς δημόσιους υπαλλήλους, καθώς – πλην εξαιρέσεων – αυτοί δεν φέρουν οπλισμό.
Πολύ εύλογα ωστόσο γεννάται το ερώτημα: Ποιος ο λόγος που μια τέτοια υπηρεσία, η οποία στελεχώνεται από πολιτικούς υπαλλήλους και έχει ως υπηρεσιακό αντικείμενο την πολιτική προστασία της ελληνικής επικράτειας δουλεύει ως Σώμα Ασφαλείας και όχι ως πολιτική υπηρεσία?
Επιχειρώντας να απαντήσουμε αξίζει να ανατρέξουμε ιστορικά στον τρόπο ίδρυσης του Πυροσβεστικού Σώματος. Το Π.Σ. απέκτησε την αυτοτελή του ύπαρξη ως Σώμα το 1930 με την απόσπασή του από το Στρατό και την ένταξή του ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου στο Υπουργείο Εσωτερικών, ενώ με τον Αναγκαστικό Νόμο 360 της Χούντας εντάχθηκε στα Σώματα Ασφαλείας, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα(!). Άλλωστε, κατά μοναδική πρωτοτυπία, σημαντικό μέρος του πειθαρχικού του δικαίου, όπως το κομμάτι που αφορά τα σοβαρά παραπτώματα, ρυθμίζεται έως και σήμερα από νομοθετικά διατάγματα της δικτατορίας (το 343/69 και 935/71). Εξ΄ άλλου, στο ισχύον νομικό πλαίσιο αναγνωρίζεται γενικά, χωρίς όμως να εξειδικεύεται περαιτέρω στο νόμο, στους πυροσβεστικούς υπαλλήλους που ασκούν ανακριτικά καθήκοντα η δυνατότητα να οπλοφορούν.
Βεβαίως ο ρόλος του Πυροσβεστικού σώματος έχει, σε σχέση με τα υπόλοιπα Σώματα Ασφαλείας έναν κοινωνικό χαρακτήρα. Σε αντίθεση με το Στρατό και τα λοιπά Σώματα που ο βασικός τους ρόλος είναι η διατήρηση και η προστασία της αστικής εξουσίας και αποτελούν βασικούς πυλώνες του αστικού κράτους, το Π.Σ. επιτελεί έναν σκοπό κοινωνικό, ο οποίος με μία πρώτη ματιά δε συνάδει με τον στρατιωτικοποιημένο χαρακτήρα του. Μάλιστα, ο χαρακτήρας αυτός διατηρήθηκε από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, όχι εξ αιτίας κάποιας μεταρρυθμιστικής ανικανότητας των εκάστοτε αστικών κυβερνήσεων, αλλά επειδή οι φύλακες της αστικής εξουσίας “έχουν γνώση”. Εύλογα και εύκολα άρα συνάγεται, ότι το ΠΣ δεν αποτελεί μία αμιγώς πολιτική υπηρεσία, όπως επί παραδείγματι είναι το ΕΚΑΒ, για λόγους που συνοπτικά μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες:
Εξυπηρέτηση της ενσωμάτωσης:
Η υπαγωγή του ΠΣ στα Σώματα Ασφαλείας συνοδεύτηκε με μια επίπλαστη πηγή προνομίων (ειδικά επιδόματα, υγειονομική περίθαλψη, μισθολόγια, ευνοϊκότεροι όροι συνταξιοδότησης), σε σχέση με τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους, τα οποία κιόλας, διαχρονικά, χρησιμοποιήθηκαν από τις αστικές κυβερνήσεις ως “καρότο” προκειμένου να αποσπάσουν τη συναίνεση των πυροσβεστικών υπαλλήλων στις αντιλαϊκές και αντιεπιστημονικές αναδιαρθρώσεις που έλαβαν χώρα στην πολιτική προστασία, ειδικά κατά τα τελευταία 25 χρόνια. Πέρα όμως από την υλική “παγίδευση” των υπαλλήλων, η αντιμετώπιση αυτή διάβρωσε πολύ και εξακολουθεί να διαβρώνει τη συλλογική συνείδηση των πυροσβεστών, ενεργοποιεί τον κοινωνικό αυτοματισμό ενάντια σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων, μη ενστόλων, ώστε οι πυροσβεστικοί υπάλληλοι να ταυτίζουν τα συμφέροντα τους με αυτά του αστικού κράτους και παράλληλα να αποτελούν για τα αστικά κόμματα σημαντική πηγή άντλησης ψήφων. Ενδεικτικό στοιχείο του τρόπου αντιμετώπισης του ΠΣ από την κυβέρνηση είναι ότι φρόντισε να αυξήσει τον αριθμό των ανώτατων αξιωματικών, ενώ αρνείται σθεναρά να καλύψει, τις, με βάση το οργανόγραμμα του ίδιου του Σώματος (ούτε καν δηλαδή στη βάση των υπαρκτών αναγκών), σχεδόν 4000 κενές θέσεις πυροσβεστικών υπαλλήλων.
Εξασφάλιση πειθαρχίας – διασφάλιση καταστολής:
Την άλλη όψη των παραπάνω προνομίων αποτελεί το “μαστίγιο” της καταστολής. Οι πυροσβεστικοί υπάλληλοι διέπονται από ένα, ακόμα και για τα αστικά μέτρα, απαρχαιωμένο, αντιδραστικό πειθαρχικό δίκαιο και εργασιακό καθεστώς, που τους στερεί το δικαίωμα στην απεργία, τους φέρνει αντιμέτωπους με εκδικητικές μεταθέσεις διευκολύνοντας τες, τους υπαγορεύει να υπακούν σε μία αυστηρή, ανάλογη προς αυτή του στρατού, ιεραρχία,, τους εξαναγκάζει πολύ συχνά να εφαρμόζουν παράνομες διαταγές και κυρίως τους αποστερεί των βασικών εξασφαλίσεων του εργατικού δικαίου, των σχετικών με το χρόνο και τον τόπο παροχής της εργασίας τους. Ειδικά για τις εργασιακές συνθήκες έχει εκατοντάδες φορές αναδειχθεί και από το ΚΚΕ, εντός και εκτός Βουλής, ότι τουλάχιστον κατά την αντιπυρική περίοδο, οι πυροσβέστες είναι πρωταθλητές της απλήρωτης υπερεργασίας. Πολλές φορές βρίσκονται σε υπηρεσία 48 ακόμα και 72 ωρών, καθ’ υπέρβαση ακόμα και των αντιδραστικότερων οδηγιών της Ε.Ε. για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Μάλιστα, η εργασία τους μπορεί να παρασχεθεί οπουδήποτε στην Ελλάδα, καθώς οι τεράστιες ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό καλύπτονται με μετακινήσεις υπαλλήλων από άλλες υπηρεσίες. Είναι παραπάνω από προφανές, ότι οι πυροσβέστες θέτουν την υγεία και τη σωματική τους ακεραιότητα σε διαρκή κίνδυνο, ενώ τινάζουν για μισό χρόνο στον αέρα τον εκάστοτε οικογενειακό τους προγραμματισμό (ανάκληση αδειών κλπ). Παράλληλα, δεν υφίσταται καμία μέριμνα για την ασφάλεια κατά την εργασία, ούτε στο πεδίο ούτε σε νομοθετικό πλαίσιο. Μάλιστα, για τον κόπο τους αυτό, δεν πληρώνονται υπερωρίες, αλλά “αμείβονται” με ρεπό (!), τα οποία κατά κανόνα δεν θα τους χορηγηθούν ποτέ, καθώς δεν θα το “επιτρέπουν οι υπηρεσιακές ανάγκες”, ώστε να υπολογίζεται σήμερα ότι το ΠΣ χρωστάει περίπου 600.000 μέρες άδειας και 1.200.000 ημερήσιες αναπαύσεις. Σε όλη αυτή την αντικειμενικά δυσχερή εργασιακή συνθήκη, δεν αναγνωρίζεται στους πυροσβέστες κανένα όπλο άμυνας, αλλά μόνο η καταστολή και η πειθάρχηση στις διαταγές άνωθεν. Αν θελήσουν να αντιδράσουν το ειδικό καθεστώς του Σώματος περιορίζει τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα, παρά το γεγονός ότι η Ομοσπονδία τους είναι μέλος της ΑΔΕΔΥ, ενώ η αποχή από τα καθήκοντα ή έστω η πολιτική συζήτηση εν ώρα υπηρεσίας συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα.
Μια πολύτιμη εφεδρεία:
Καμία κυβέρνηση μεταπολιτευτικά, προς το παρόν, δεν διανοήθηκε να διαβεί το Ρουβίκωνα, αναθέτοντας στο ΠΣ κατασταλτικές αρμοδιότητες απέναντι στο λαό, ούτε βέβαια και οι ίδιοι οι πυροσβέστες θα αναλάμβαναν αδιαμαρτύρητα ένα τέτοιο ρόλο. Αντικειμενικά όμως, πλέον ,η διατήρηση ενός τέτοιου αντιδραστικού νομοθετικού πλαισίου έρχεται επιτυχώς να κουμπώσει στην “ολιστική” προσέγγιση της Πολιτικής Προστασίας και πολιτικής άμυνας που προωθούν Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, ως απάντηση στην ανάγκη των διαχείρισης της λεγόμενης “εποχής των πολυκρίσεων”. Άλλωστε, η πρόληψη και διαχείριση κρίσεως αποτελεί μαζί με την Αποτροπή και Άμυνα (deterrane – defence) και τη Συνεργατική Ασφάλεια (coperative Security) τους τρεις πυλώνες της στρατηγικής σκέψης του ΝΑΤΟ. Η “συλλογική ασφάλεια” συνιστά τη νομιμοποιητική βάση της ύπαρξης του οργανισμού στο μεταψυχροπολεμικό κόσμο, αφού και ο μπαμπούλας της ΕΣΣΔ, πλέον, δεν υπάρχει. Η ανθρώπινη ασφάλεια (human Security) εισφέρεται στο επίκεντρο από τον Ευρωατλαντισμό με στόχο την “ετοιμότητα, το στρατιωτικό και πολιτικό σχεδιασμό και ικανότητα, καθώς και τη διαλειτουργικότητα τους” (ΝΑΤΟ strategic concept 2022).
Στο πλαίσιο αυτό, τα όρια πολιτικής και στρατιωτικής ικανότητας γίνονται δυσδιάκριτα, καθώς σύμφωνα με τις αστικές αναλύσεις οι πολυκρίσεις θέτουν πλέον “ταυτόχρονες προκλήσεις”. Έτσι, μηχανισμοί που υπάρχουν ως πολιτικοί ενσωματώνουν σταδιακά και άλλες πιο κατασταλτικές για το λαϊκό κίνημα δυνατότητες. Το Π.Σ. ενισχύεται συνεχώς μέσω ευρωενωσιακών κονδυλίων με τεχνολογικά μέσα (drone, εναέρια μέσα, κινητά επιχειρησιακά κέντρα), η χρήση των οποίων μπορεί να φανεί ιδιαιτέρως χρήσιμη σε συνθήκες ανόδου του εργατικού – λαϊκού κινήματος και να αξιοποιηθούν για άλλους από τους προορισμένους σκοπούς τους, για παράδειγμα για την καταστολή του κινήματος, την αντιμετώπιση του εχθρού- λαού. Διαμορφώνεται δηλαδή ενόψει μία επιχειρησιακή ικανότητα επιτήρησης και καταγραφής στο όνομα της πρόληψης και καταστολής των κοινώς επικινδύνων εγκλημάτων, η οποία όμως υπό άλλες συνθήκες, πιο οξυμένης ταξικής αναμέτρησης δίνει τη δυνατότητα στο αστικό κράτος να θέσει στην ημερήσια διάταξη τη διεύρυνση του ρόλου του ΠΣ ως Σώματος Ασφαλείας. Εξ ‘ άλλου, στην ίδια την περιγραφή της αποστολής του το ΠΣ αναφέρεται ότι στο πλαίσιο αυτής συμμετέχει στην αντιμετώπιση κάθε έκτακτης ανάγκης που ανακύπτει σε περίοδο ειρήνης ή πολέμου και συμβάλλει στην εξασφάλιση της πολιτικής προστασίας και της πολιτικής άμυνας της χώρας σε συνεργασία με τις συναρμόδιες αρχές και υπηρεσίες (παρ.2 αρθ. 74 ν. 4662/2020).
Καθόλου άλλωστε, δεν έχει ξεθωριάσει στη μνήμη του λαού η συνθήκη της πανδημίας, όπου στο όνομα της “δημόσιας υγείας” οργίασε η καταστολή και η περιστολή των λαϊκών δικαιωμάτων, αυτή η εμπειρία πρέπει να θέσει τους/ τις πυροσβέστες/στριες μαζί με όλο το λαό σε επαγρύπνηση, ώστε να μην παίξουν το ρόλο της αναγκαίας, για το αστικό κράτος, εφεδρείας.
Το ΠΣ έχει να επιτελέσει ένα κρίσιμο κοινωνικό σκοπό, την προστασία της ζωής και της περιουσίας του λαού, όπως επίσης και του φυσικού περιβάλλοντος. Προφανώς πρόκειται για ένα καθήκον, μία μορφή εργασίας που πραγματοποιείται συλλογικά, που απαιτεί πειθαρχία, σωστή εκπαίδευση και μεγάλο βαθμό αποτελεσματικότητας, στοιχεία που όμως δεν μπορούν να επιτευχθούν με την ασυνείδητη στρατιωτικοποιημένη πειθαρχία. Ο αποχαρακτηρισμός του ΠΣ ως Σώμα Ασφαλείας αποτελεί αναγκαίο και απαραίτητο μέτρο. Απαιτείται άμεσα να απαλλαγεί από το βαθμολόγιο που έχει ως μοναδικό κριτήριο για ανέλιξη τα έτη υπηρεσίας, να αναμορφώσει το αντιδραστικό και απαρχαιωμένο νομικό πλαίσιο που το διέπει,εισάγοντας διατάξεις που θα κατοχυρώνουν πλήρως τα εργασιακά δικαιώματα των υπαλλήλων του. Οφείλει να θέσει άμεσα σε ισχύ κανόνες ασφαλείας για τις πυροσβεστικές επιχειρήσεις και να καλύψει τις χιλιάδες κενές οργανικές θέσεις.
Η επιστημονική προσέγγιση της πυρόσβεσης εκκινεί από το διαχωρισμό των δασικών από τα αστικά συμβάντα. Το ΠΣ, ως πολιτική υπηρεσία, πρέπει να είναι αρμόδιο για τις αστικές πυρκαγιές, ενώ η αρμοδιότητα για τη φροντίδα των δασών, την πρόληψη και την καταστολή των πυρκαγιών πρέπει να ανατεθεί στη Δασική Υπηρεσία, με ανάλογη ενίσχυση σε μέσα, πόρους και προσωπικό.. Οποιαδήποτε πολιτική πρόταση διατηρεί τα δάση στην αρμοδιότητα του ΠΣ είναι εξ ορισμού αντιεπιστημονική και υπηρετεί τη λογική της ¨διαχείρισης με ημίμετρα”, με χαμηλότερο κόστος. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1998, που κατάργησε το διαχωρισμό και επικαλούμενη ¨δημοσιονομικούς λόγους” μετέφερε τη δασοπυρόσβεση στο Πυροσβεστικό Σώμα, συνθήκη που ακολουθούν πιστά όλες οι κυβέρνησης έκτοτε, αφήνοντας το λαό να βιώνει τα καταστροφικά αποτελέσματα.
Το ΠΣ μπορεί να υπηρετήσει τον όποιο κοινωνικό ρόλο μπορεί να έχει, προστατεύοντας την περιουσία του λαού, το φυσικό περιβάλλον που μεγαλώνουν και αναπνέουν τα παιδιά του. Κάθε πυροσβέστης/στρια οφείλει να ενώσει τη φωνή του/της με όλο το λαό, να αντιπαλέψει την κρατική καταστολή, να αρνηθεί να γίνει το δόρυ που θα στραφεί ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Χρειάζεται να συμπορευτεί με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, στην πάλη για διεκδίκηση συνθηκών δουλειάς και ζωής στο μέτρο των αναγκών τους να εμπιστευτεί σε αυτόν τον αγώνα το ΚΚΕ και τους κομμουνιστές.
Τι είναι το “ΑΙΓΙΣ”
Λίγες μέρες απομένουν για να ολοκληρωθεί ο πρώτος μήνας της αντιπυρικής περιόδου 2025, Ήδη εκδηλώθηκαν οι “πρώτες” πυρκαγιές, που μπορεί να κατασβήστηκαν πριν πάρουν μεγαλύτερες διαστάσεις και γίνουν πιο απειλητικές, όμως η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος, είναι αδύνατο να μη δημιουργεί συνειρμούς για ακόμα ένα καλοκαίρι, στο οποίο τα δάση, η ζωή και η περιουσία του λαού θα κινδυνεύσουν και πάλι.
Ακόμα μια χρονιά η κυβέρνηση δηλώνει πιο έτοιμη από ποτέ. Ταυτόχρονα συμπληρώνει πως αυτό ισχύει στο “μέτρο του δυνατού”, επειδή “τίποτα δεν είναι όπως πριν” στην εποχή της “κλιματικής κρίσης”, στην οποία πρέπει να “προσαρμοστούμε” και να αντιμετωπίσουμε “πρωτοφανή” φυσικά φαινόμενα. Στη φαρέτρα των επιχειρημάτων της κεντρικό ρόλο έχουν η σύσταση του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας το 2021, καθώς και το πρόγραμμα “ΑΙΓΙΣ” που παρουσιάστηκε με τυμπανοκρουσίες τον Απρίλιο του 2024. Ωστόσο, όπως διδάσκει η πικρή πρόσφατη εμπειρία, τίποτα από τα δυο δεν απέτρεψε κατά την περίοδο 2021 – 2024 νέες, τεράστιες καταστροφές, όπως τις καταστροφικές πυρκαγιές στον Έβρο, την φωτιά που λίγο έλειψε να φτάσει στο κέντρο της Αθήνας, τις επίσης καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία.
Ειδικά το πρόγραμμα “ΑΙΓΙΣ”, παρουσιάζεται ως το μεγαλύτερο πρόγραμμα Πολιτικής Προστασίας στην ιστορία του ελληνικού κράτους, με πόρους της τάξης των 2,1 δισ. € από το Ταμείο Ανάκαμψης, το τρέχον ΕΣΠΑ και δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Μάλιστα, το ύψος των διατιθέμενων πόρων, αλλά και η πρόοδος υλοποίησης των διαγωνισμών του προγράμματος αξιοποιούνται προκειμένου να στηριχθεί το αφήγημα, ότι η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ έχει ως προτεραιότητα την αναβάθμιση των μέσων και του εξοπλισμού που έχει στη διάθεσή της η Πολιτική Προστασία, δίνοντας έμφαση στην προμήθεια μέσων πυρόσβεσης.
Όμως παρά τα όσα λέγονται και γράφονται, δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς το 2025 η αντικατάσταση εξαιρετικά παλιού εξοπλισμού και μέσων, όπως για παράδειγμα αεροπλάνων Canadair ηλικίας 50 ετών ή πεπαλαιωμένων πυροσβεστικών οχημάτων, που μάλιστα εξαιρούνταν από έλεγχο ΚΤΕΟ.
Πόσο μάλλον, όταν τα νέα Canadair θα αρχίσουν να παραδίδονται από το 2027 και μετά, ενώ τα παλιά πυροσβεστικά οχήματα θα παραχωρηθούν στους υποχρηματοδοτούμενους και υποστελεχωμένους ΟΤΑ.
Δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως φιλοτιμία η ανάγκη, ειδικά όταν εδώ και καιρό είχε φτάσει ο κόμπος στο χτένι για τον εκσυχρονισμό των διαθέσιμων μέσων.
Είναι αδύνατο να σωθεί με αυτό τον τρόπο η “τιμή” της ΕΕ, που βάζει τη προστασία του λαού και του περιβάλλοντος στο ζύγι αναλύσεων “κόστους – οφέλους” για το κεφάλαιο, του αστικού κράτους, που είναι επιλεκτικά ανίκανο να προστατεύσει το λαό και εξαιρετικά ικανό στο να θυσιάζει τις λαϊκές ανάγκες για να στηρίξει την κερδοφορία των μονοπωλιακών επιχειρηματικών ομίλων, ούτε να βγουν από το κάδρο των ευθυνών όλες οι διαδοχικές κυβερνήσεις των ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ κλπ, που το διαχειρίζονταν σε συνθήκες είτε καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, είτε ανάπτυξης.
Εκτός όμως από τα προηγούμενα, το πρόγραμμα “ΑΙΓΙΣ”, εντάσσεται και εξειδικεύει τη στρατηγικής «Εσωτερικής και Εξωτερικής ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και του ΝΑΤΟ, με τις ένοπλες δυνάμεις να αποτελούν βασικό εργαλείο της σύνδεσής της με την πολιτική προστασία. Ο πραγματικός στόχος της κυβέρνησης είναι η υλοποίηση των παραπάνω αποφάσεων και η εξειδίκευσή τους σε ό,τι αφορά την λεγόμενη “ανθεκτικότητα” των κρίσιμων υποδομών και των μέσων, σε συνθήκες επέκτασης των πολεμικών συγκρούσεων, φυσικών ή/και τεχνολογικών καταστροφών, “κρίσεων” που μπορούν να διαταράξουν τις λειτουργίες του αστικού κράτους, την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας. Στην πορεία διαμόρφωσης και εφαρμογής αυτής της στρατηγικής είναι ενταγμένη εδώ και χρόνια η “στρατιωτικοποίηση” της πολιτικής προστασίας, η αναβάθμιση της σχετικής Γενικής Γραμματείας σε Υπουργείο.
Αυτός είναι ο πραγματικός τρέχων σχεδιασμός, παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα ΑΙΓΙΣ παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως λήψη μέτρων προστασίας και πρόληψης από φυσικές καταστροφές, με έμφαση στην ενίσχυση της πυρόσβεσης δασικών πυρκαγιών. Ακόμα και από αυτή τη σκοπιά, μια προσεκτικότερη παρατήρηση του προγράμματος αποκαλύπτει πως η κυβέρνηση ενισχύει την επιχειρησιακή – κατασταλτική πλευρά ρίχνοντας και πάλι το κύριο βάρος στα εναέρια μέσα αντί για τις επίγειες δυνάμεις. Πρόκειται βέβαια για συνειδητή επιλογή, όπως ακριβώς είναι και η αντιεπιστημονική διάσπαση της ενιαίας πυροπροστασίας των δασών και ο διαχωρισμός της πρόληψης από την κατάσβεση, με τη μεταφορά της αρμοδιότητας κατάσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία στην Πυροσβεστική, το 1998, από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που όλες οι επόμενες διατήρησαν.
Αυτός ακριβώς ο σχεδιασμός περιλαμβάνει, εκτός από τα απαραίτητα έτσι κι αλλιώς πυροσβεστικά οχήματα, το πρόγραμμα, την προμήθεια πληθώρας προϊόντων «διπλής χρήσης» που εντάσσονται στις ανάγκες Ανθεκτικότητας, πολιτικής Άμυνας και πολιτικής προστασίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε αεροσκάφη εναέριας επιτήρησης περιοχών και συνόρων, εθνική βάση δεδομένων εξοπλισμένη με λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης που θα συλλέγει δεδομένα από μετεωρολογικούς σταθμούς, ραντάρ, αναρτήσεις στο διαδίκτυο και τα social media, σμήνη drones και πολυκόπτερων, συστήματα ανίχνευσης με θερμικές κάμερες, Νοσοκομεία Πεδίου και εξοπλισμό προσωρινής διαμονής, εναέρια αλλά και κινητά επίγεια Κέντρα Διοίκησης και Συντονισμού, πτυσσόμενες μεταφερόμενες στρατιωτικές γέφυρες Bailey κλπ.
Τα παραπάνω αποτελούν επιλέξιμες δαπάνες για την κυβέρνηση και την ΕΕ. Άλλωστε, από την ΕΕ προωθείται και η αξιοποίηση των ήδη διαθέσιμων χρηματοδοτικών προγραμμάτων, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, σε αυτή την κατεύθυνση, προκειμένου να επιτευχθούν “οικονομίες κλίμακας” και να γίνει δυνατή η συγκέντρωση του γιγαντιαίου ποσού των 800 δισ. Ευρώ, που θα δοθούν στα μονοπώλια της πολεμικής βιομηχανίας και για υποδομές χρήσιμες για στρατιωτικούς σκοπούς, στα πλαίσια υλοποίησης του προγράμματος «ReArm Europe».
Αντίθετα, δεν θεωρούνται επιλέξιμες δαπάνες η πλήρης στελέχωση του Πυροσβεστικού Σώματος και της Δασικής υπηρεσίας με μόνιμο προσωπικό όλων των κατηγοριών και ειδικοτήτων. Δίνονται ελάχιστα χρήματα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για καθαρισμούς, δασικούς δρόμους , αντιπυρικές ζώνες, για δίκτυα υδατοδεξαμενών, πυροσβεστικών κρουνών κλπ, στο πλαίσιο του απαιτούμενου αντιπυρικού σχεδιασμού. Παρόμοια είναι η κατάσταση και σε ότι αφορά την αντιπλημμυρική προστασία, όπου λείπουν αναγκαίες μελέτες και έργα, ενώ σε ακόμα χειρότερη μοίρα βρίσκεται η αντισεισμική θωράκιση και ο προσεισμικός έλεγχος κτιρίων.
Σε αυτό το πλαίσιο, το αστικό κράτος δεν μπορεί, ούτε θέλει, να σχεδιάσει και να ασκήσει ολοκληρωμένη διαχείριση και προστασία των δασών, με βάση τα δεδομένα της επιστήμης και με στόχο την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. Αντίστοιχα είναι αδύνατο να παρέχει στο λαό ολοκληρωμένη προστασία γενικά από φυσικές και τεχνολογικές καταστροφές. Αντίθετα, στις σημερινές συνθήκες αξιοποιεί αυτή την ανάγκη ώστε να εντείνει την πολεμική προετοιμασία της καπιταλιστικής οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα απαιτεί από το λαό αυξημένη ατομική ευθύνη και οδηγίες με υλικά για 72 ώρες επιβίωσης σύμφωνα με τελευταία ανακοίνωση της Ε.Ε.
Η μόνη πραγματικά εφικτή και βιώσιμη διέξοδος είναι η σύγκρουση με αυτή την πολιτική με στόχο την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Η σύγχρονη προστασία της ζωής και της περιουσίας του λαού και του περιβάλλοντος, απαιτούν τα δάση και οι φυσικοί πόροι να είναι κοινωνική ιδιοκτησία και όχι εμπορεύματα, όπως επιβάλουν η καπιταλιστική οικονομία και οι επιδιώξεις των μονοπωλιακών επιχειρηματικών ομίλων, που με διάφορους τρόπους ευθύνονται για μεγάλες καταστροφές. Είναι αναγκαία η κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και η κατοχύρωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στη γη, στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, η οικοδόμηση του Σοσιαλισμού – Κομμουνισμού. Το Σοσιαλιστικό κράτος με τον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και τον έλεγχο της εργατικής εξουσίας, θα μπορεί να επιτύχει την κοινωνική αξιοποίηση της γης, την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων από κάθε κίνδυνο. Να αξιοποιεί τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα για την προστασία του λαού από καταστροφές, να εξασφαλίζει την ανάπτυξη της παραγωγής με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες σε συνδυασμό με την ισόρροπη παρέμβαση στο περιβάλλον.
Είναι αναγκαίο η πάλη του λαού να επικεντρωθεί άμεσα:
Να γίνει ριζική αλλαγή του αντιπυρικού σχεδιασμού, ώστε οι εργαζόμενοι, όπως και τα δασικά οικοσυστήματα, να μην ξαναβρεθούν αντιμέτωποι με νέες τραγωδίες, όπως αυτές των προηγούμενων καταστροφών.
Έγκαιρη και αναγκαία χρηματοδότηση, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, της διαχείρισης και προστασίας των δασών και όλων των εμπλεκόμενων κρατικών φορέων, για να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέας αντιπυρικής περιόδου.
Κάλυψη των τεράστιων αναγκών της Δασικής Υπηρεσίας και της Πυροσβεστικής με μόνιμο προσωπικό.
Η κυβέρνηση να αποσύρει τον νόμο 5106/2024, με τον οποίο εκχωρεί τη διαχείριση των δασών στους ξυλοβιομήχανους και ξυλέμπορους, οδηγώντας σε υποβάθμιση και καταστροφή τους.
Μονιμοποίηση όλων των πενταετών, επταετών και εποχικών πυροσβεστών. Να καταργήσει η κυβέρνηση με νόμο την εποχικότητα, ώστε από εδώ και πέρα να γίνονται προσλήψεις μόνο σε μόνιμες θέσεις, με πλήρη επιχειρησιακή αξιοποίηση και πλήρη εργασιακά δικαιώματα.
Κατάργηση της αδιανόητης υπερεργασίας των πυροσβεστών, με το πρόσχημα των «έκτακτων αναγκών» και τη διαρκή επίκληση μερικών και γενικών επιφυλακών για προληπτικούς λόγους.
Ένα σύγχρονο μισθολόγιο, που θα λαμβάνει υπόψη και το σημερινό κόστος ζωής. Επίσης για πενθήμερη βδομάδα εργασίας, με πλήρη αποζημίωση των υπερωριών, των νυχτερινών, των εξαιρέσιμων και αργιών, όπως προβλέπεται για τους υπόλοιπους δημόσιους υπαλλήλους.
Χορήγηση όλων των συσσωρευμένων οφειλόμενων ρεπό στους πυροσβέστες, με τη δυνατότητα εφάπαξ αποζημίωσης για όσους το επιθυμούν.
Ενίσχυση από την κυβέρνηση των επίγειων δυνάμεων πυροπροστασίας με τα αναγκαία μέσα και την εξασφάλιση των απαραίτητων χρημάτων για τη βελτίωση των υποδομών των τεχνικών μέσων, με ενίσχυση και ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού του Πυροσβεστικού Σώματος σε πυροσβεστικά οχήματα και σύγχρονα πλωτά μέσα για τους λιμενικούς πυροσβεστικούς σταθμούς.
Να ενισχυθεί και να ανανεωθεί ο κρατικός εναέριος στόλος αεροπυρόσβεσης και διάσωσης, παίρνοντας υπόψη την αποτελεσματικότητα της χρήσης του ως μέσου, καθώς και τις ιδιαίτερες γεωμορφολογικές συνθήκες της χώρας μας.
Να γίνει σχεδιασμός των απαραίτητων δασοτεχνικών – αντιδιαβρωτικών – αντιπλημμυρικών έργων και να εξασφαλιστούν οι αναγκαίες πιστώσεις, στο πλαίσιο της συνολικής και ενιαίας διαχείρισης και προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων και των ορεινών – ημιορεινών περιοχών.
Να σταματήσουν να διώκονται οι πυροσβέστες που καταγγέλλουν και διαμαρτύρονται για προβλήματα και ελλείψεις στην υπηρεσία τους.
Να γίνει πλήρης αποστρατιωτικοποίηση του Πυροσβεστικού Σώματος, αποχαρακτηρισμός του από Σώμα Ασφαλείας και για τη μετατροπή του σε πολιτική διοικητική υπηρεσία, στη βάση της εξυπηρέτησης της κοινωνικής αποστολής του, με αρμοδιότητες την αντιμετώπιση των πυρκαγιών, τις διασώσεις, την πρόληψη και πυροπροστασία.
Αξιωματικός Πυροσβεστικής
Το “οχυρωμένο” Δάσος, η εκχώρηση της διαχείρισής του και η Άμυνα
Η προστασία των Δασών, που είναι φυσικοί πόροι, συνδέεται όχι μόνο με την ίδια τη ζωή του λαού την προστασία του αλλά και με την αμυντική ικανότητα της χώρας.
Η διαχείριση των δασών δεν είναι ξεκομμένη από τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων. Και αυτό γιατί αρκετά μεγάλος αριθμός στρατοπέδων, χώρων ασκήσεων και επιχειρήσεων οχυρώσεων, θέσεων μάχης, γειτνιάζουν ή βρίσκονται μέσα σε δασικές εκτάσεις και δάση.
Η ψήφιση από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του Νόμου 5106/2024 που περιλαμβάνει εκτός των άλλων, ρυθμίσεις “για τη διαχείριση και προστασία και των δασών”, δημιουργεί προβλήματα και στην εθνική άμυνα και να γιατί.
Η κυβέρνηση επιλέγει με το νόμο αυτό, να αποσυνδέσει τη διαχείριση των δασών από τον κρατικό χαρακτήρα της. Ο Νόμος προβλέπει την εκχώρηση της διαχείρισης των κρατικών δασών, (που αποτελούν το 65% της συνολικής έκτασης των δασών και δασικών εκτάσεων της Ελλάδας), στα λεγόμενα “υβριδικά συνεργατικά σχήματα” που θα είναι μέτοχοι ξυλοβιομήχανοι, ξυλέμποροι και τυπικά κάποιοι λεγόμενοι Δασικοί Συνεταιρισμοί τους οποίους θα μπορούν να δημιουργούν ακομη και οι ίδιοι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για απαγόρευση εκχώρησης ακόμη και κρίσιμων περιοχών στα “ευέλικτα” επιχειρηματικά σχήματα,κάτι που είναι δυνατόν να εφαρμοστεί και στο σύνολο των περιπτώσεων της Ζώνης Ασφάλειας Προκάλυψης με την ανάθεση του έργου υλοτομίας σε κάποιον όμιλο.
Μέχρι και πριν την ψήφιση του νέου νόμου, η διαχείριση των δασών γινόταν, (προφανώς μόνο σε όσα κρατικά δάση υπήρχε κάποιο οικονομικό ενδιαφέρον), σύμφωνα με εγκεκριμένες διαχειριστικές μελέτες, που συντάσσονταν από επιστήμονες δασολόγους της Δασικής Υπηρεσίας. Η εφαρμογή των διαχειριστικών μελετών και οι επεμβάσεις που προβλέπονταν σε αυτές, εκτελούνταν σε σημαντικό βαθμό με κριτήριο της διαχείρισης, τη διατήρηση και βελτίωση της ποιότητας των δασικών οικοσυστημάτων. Οι Δασικοί Συνεταιρισμοί ήταν αυτοί που αναλάμβαναν την εκτέλεση των υλοτομικών εργασιών, με συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο και υπό τον απόλυτο έλεγχο της δασικής υπηρεσίας.
Η παραπάνω μορφή διαχείρισης, με τις σοβαρές αδυναμίες της, προσπαθούσε να διασφαλίσει σε κάποιο βαθμό την προστασία και διαχείριση των συγκεκριμένων δασών με ηρωικές προσπάθειες των ελάχιστων δασικών υπαλλήλων, παρά τις τεράστιες ελλείψεις προσωπικού, μέσων και χρηματοδότησης που χαρακτηρίζουν τη δασική πολιτική όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ ΣΥΡΙΖΑ).
Με την ψήφιση του νόμου για την εκχώρηση των κρατικών δασών δημιουργείται ένα νέο τοπίο στη διαχείριση των δασών, αφού καταργείται ακομη και η σχεδόν ανύπαρκτη μέχρι σήμερα κρατική διαχείριση στο σύνολο των δασών της Ελλάδας, επειδή δεν απέδιδε μέχρι σήμερα ικανοποιητικά κέρδη για τους επιχειρηματικούς ομίλους. Ο νέος νόμος ανατρέπει την οποιαδήποτε μορφής διαχείριση η οποία έπαιρνε υπόψη της την προστασία και βελτίωση του δάσους. Οι αρνητικές επιπτώσεις συνέπειες θα είναι άμεσες και καταστροφικές μελλοντικά.
Οι επιχειρήσεις αυτές θα λειτουργούν με όρους αγοράς, θα επιδιώκουν το μέγιστο κέρδος από την εκμετάλλευση της δασικής ξυλείας, ενώ ταυτόχρονα θα επιδοτούνται και επιπλέον από τον κρατικό προϋπολογισμό. Δηλαδή, από τους φόρους του λαού. Επίσης θα επωφεληθούν από bonus απορρόφησης CO₂ και άλλες ενισχύσεις, χωρίς να διαμορφώνεται κανένας ουσιαστικός μηχανισμός προστασίας του περιβάλλοντος.
Το ΚΚΕ
– Αποκάλυψε από την πρώτη στιγμή την στρατηγική της κυβέρνησης και καταψήφισε το νομοσχέδιο στη βουλή. Στάθηκε απέναντι του με δράσεις των δυνάμεων που στηρίζει στο συνδικαλιστικό κίνημα και πριν την ψήφισή του αλλά και μετά από την ψήφιση με αίτημα την μη εφαρμογή και κατάργηση του.
– Στέκεται δίπλα στους δασικούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι διαπιστώνουν τις πραγματικές συνέπειες σε βάρος τους. Η παράδοση των κρατικών δασών σε επενδυτικά συμφέροντα εκχωρεί την κρατική ευθύνη προστασίας και διαχείρισης της κρατικής δασικής περιουσίας.
Παρ΄όλο που υπάρχει το σχετικό νομικό πλαίσιο και ειδικές προβλέψεις για στρατιωτικού χαρακτήρα επεμβάσεις σε δασικά οικοσυστήματα για εξυπηρέτηση σκοπών εθνικής άμυνας, από την δασική νομοθεσία, η κατάσταση που διαμορφώνεται, δημιουργεί αβεβαιότητα για κρίσιμες δασικές περιοχές, που εμπλέκονται άμεσα και με την εθνική άμυνα.
Οι ανάγκες οργάνωσης των στρατιωτικών μονάδων (πχ καθαρισμοί, αντιπυρική προστασία, έλεγχος πρόσβασης και ορατότητας κλπ), είναι διαρκείς και πρέπει να αντιμετωπίζονται από το Υπουργείο Άμυνας σε συνεργασία με τις δασικές υπηρεσίες ώστε να συνδυάζονται οι ανάγκες άμυνας με την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων. Σε διαφορετική περίπτωση δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τροπολογία για τους καθαρισμούς εντός αλλά κυρίως εκτός των στρατοπέδων σε ακτίνα 100 μέτρων από τις περιφράξεις των στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Αντί να προβλεφθούν κοινά σχέδια πυροπροστασίας Δασικής Υπηρεσίας και Στρατού για τις δασικές περιοχές ανάλογα τις γεωμορφολογικές συνθήκες και ανάγκες των στρατοπέδων, η κυβέρνηση της ΝΔ φοβούμενη μια νέα Αγχίαλο, έχει οδηγήσει σε απαράδεκτες και αναίτιες αποψιλώσεις δασικών τμημάτων. Αποψιλώσεις που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να συνδέθηκαν ακομη και με παράτυπη ή παράνομη εμπορία των δασικών προϊόντων.
Ακόμη πιο σοβαρή είναι τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί με τις υλοτομίες στη Ζώνη Ασφαλείας Προκάλυψης, στις δασικές παραμεθόριες περιοχές. Για περισσότερα από 30 χρόνια, οι Δασικοί Συνεταιρισμοί, υλοτομούσαν υλοποιώντας εγκεκριμένες διαχειριστικές μελέτες με άδεια, σχέδιο και συνεργασία με τις δασικές υπηρεσίες και τον στρατό.
Για δεκαετίες, η υλοτομία στις παραμεθόριες ζώνες –εντός της Ζώνης Ασφαλείας Προκάλυψης, (απόσταση 0–500 μέτρων από τα σύνορα) διεξαγόταν με διαφάνεια, συνεργασία των δασικών υπηρεσιών και του στρατού και ξεκάθαρο πλαίσιο. Οι δασικές υπηρεσίες, βασισμένες σε εγκεκριμένες διαχειριστικές μελέτες, σε συνεργασία με δασικούς συνεταιρισμούς, υλοποιούσαν το έργο της δασικής διαχείρισης χωρίς ποτέ να τεθεί ζήτημα που να σχετίζεται με την εθνική ασφάλεια.
Η πρακτική αυτή της διαχείρισης και προστασίας των δασικών περιοχών με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ήταν αποδεκτή και από τις στρατιωτικές αρχές, ενώ ενισχύθηκε με παλαιότερη κοινή υπουργική απόφαση. Ακόμα και μετά τη λήξη ισχύος της εν λόγω απόφασης, οι υλοτομίες συνεχιζόταν κανονικά.
Τα τελευταία 3 περίπου χρόνια και ενώ έχει λήξει η ισχύουσα ΚΥΑ, η διαχείριση του δάσους στις παραπάνω ευαίσθητες περιοχές βρίσκονται στον αέρα και επικρατεί το απόλυτο χάος.
Σε κάποιες περιοχές έμποροι ξυλείας με την άδεια της στρατιωτικής αρχής υλοτομούν, αλλά η περαιτέρω διακίνηση της υλοτομούμενης ξυλείας δεν γίνεται με νόμιμο τρόπο, αφού δεν έχουν τα απαραίτητα δασικά έγγραφα για αυτή (δελτία μεταφοράς. φυτουγειονομικά διαβατήρια). Σε άλλες παραμεθόριες περιοχές οι δασικές συστάδες απειλούνται από εγκατάλειψη, και η παρουσία σε κρίσιμες συνοριακές περιοχές μειώνεται, την ώρα που θα έπρεπε να ενισχύεται, ενώ οι Δασικοί Συνεταιρισμοί μένουν χωρίς εισόδημα.
Η χρονική “σύμπτωση” , με την εκχώρηση της διαχείρισης των δασών σε ξυλοβιομήχανους και ξυλέμπορους μέσω των ιδιωτικών «υβριδικών σχημάτων» και την αποδυνάμωση αντικειμενικά του ρόλου των δασικών συνεταιρισμών, γεννά ερωτήματα.
Είναι εύλογες οι ανησυχίες όταν πολιτικές αποφάσεις οδηγούν με έμμεσο τρόπο στην κατάργηση της κρατικής διαχείρισης ευαίσθητων δασικών περιοχών που βρίσκονται στην προκάλυψη.
Όπως είναι πολιτικά αξιοσημείωτο ότι η κυβέρνηση της ΝΔ γνωρίζει την κρισιμότητα του παραπάνω ζητήματος αλλά δεν επιθυμεί να δώσει μια κάποια λύση με νέο νομοθέτημα.
Τελικά μήπως όλα αυτά τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί σχετικά με στρατιωτικές περιοχές και εγκαταστάσεις και την δασική διαχείριση δεν είναι τυχαία με την ταυτόχρονη σχεδόν ψήφιση του νέου νόμου.
Η οργάνωση της άμυνας της χώρας δεν μπορεί να μετατραπεί σε ΣΔΙΤ και να ανατεθεί σε επιχειρηματικούς ομίλους. Διασφαλίζεται εκτός των άλλων και τις προϋποθέσεις της ενεργής παρουσίας, διαφάνειας, της συνεργασίας, της συνδυασμένης και σε επιστημονική βάση αντιμετώπισης των όποιων προβλημάτων. Όμως η κυβερνητική πολιτική ακολουθείται δεν φαίνεται να υπηρετεί αυτήν την αρχή.
Η ολοκληρωμένη προστασία και διαχείριση των δασών μπορεί και πρέπει να συνδυάζεται με την προστασία της εθνικής άμυνας.
Η φύλαξη, η αντιπυρική προστασία, ο καθαρισμός και η φροντίδα των δασικών ζωνών ως μέρος της εθνικής άμυνας, είναι υποχρέωση του κράτους απέναντι στον λαό. Δεν μπορεί να υποτάσσονται στις ανάγκες και να εξυπηρετούν τους εμπόρους του ξύλου.
Πολύ περισσότερο που το νομικό κενό που έχει δημιουργηθεί αποτελεί τη “σημαία ευκαιρίας” για υλοτομίες από επιχειρήσεις εμπορίας, χωρίς όρια, όρους και προϋποθέσεις, με δυνατότητα επίκλησης “αναγκών της εθνικής άμυνας”, “εκτέλεσης εντολών στελεχών των ενόπλων δυνάμεων”, αφήνοντας ουσιαστικά ανοιχτό το δρόμο ακόμη και για διάβρωση συνειδήσεων.
Μαργαρίτα Γεωργιάδου Δασολόγος Msc, μέλος ΔΣ Π.Ε.Δ.Δ.Υ. (Πανελλην. Εν. Δασολογων Δημ. Υπαλλ.), μέλος ΔΣ Π.Ο.ΓΕ.Δ.Υ. (Πανελλην Ομοσπ. Γεωτεχνικων Δημ.Υπαλ.)
Ελλείψεις πυρασφάλειας στις δημόσιες δομές εκπαίδευσης
Τον περασμένο μήνα επιβλήθηκε από την αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία πρόστιμο σε Νηπιαγωγείο του Δήμου Παπάγου Χολαργού για τις ελλείψεις στα προβλεπόμενα από τον νόμο μέτρα προληπτικής πυροπροστασίας, ανοίγοντας μια συζήτηση για το τι γίνεται με την πυροπροστασία στις δομές εκπαίδευσης.
Η παντελής ή μερική έλλειψη έργων και μέτρων για την προληπτική πυροπροστασία είναι σχετικά “αθέατο”, αλλά πολύ κρίσιμο θέμα που πρέπει να απασχολήσει το μαζικό κίνημα, καθώς αφορά στην ασφάλεια χιλιάδων παιδιών όλων των ηλικιών, από βρέφη έως και έφηβους, εκπαιδευτικούς, αλλά και στην ασφάλεια των ίδιων των πυροσβεστών που θα κληθούν σε ενδεχόμενο συμβάν. Εντάσσεται, δε, στην γενική κτηριολογική υποβάθμιση των δημόσιων σχολικών μονάδων, την οποία ενδεικτικά μαρτυρά η διαρκής πτώση σοβάδων και γίνεται ακόμα πιο κρίσιμο με δοσμένη την παλαιότητα του σχολικού δικτύου, την γειτνίαση του με βιομηχανικές μονάδες ή δασικά συστήματα. Στο παρόν άρθρο δεν θα επεκταθούμε στην πυροπροστασία στα δημόσια ανώτατα ιδρύματα και τις φοιτητικές εστίες, θέμα που θα αποδειχτεί τραγικό αν και όποτε ανοίξει και για το οποίο δεν βρέθηκε ούτε μια λέξη να ειπωθεί στην πρόσφατη σύσκεψη του Πρωθυπουργού με τους πρυτάνεις.
Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι το πρόβλημα των ελλείψεων στην προληπτική πυροπροστασία σε τόσο κρίσιμες δομές είναι διαχρονικό και γνωστό στο σύνολο της κρατικής μηχανής (Υπουργεία Παιδείας, Εσωτερικών και Πολιτικής Προστασίας, Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, ΟΤΑ, Πυροσβεστική Υπηρεσία). Είναι κοινή ομολογία ότι η έκταση του προβλήματος είναι μεγάλη. Το ακριβές πλήθος των δομών που δεν έχουν μέσα προληπτικής πυροπροστασίας, είναι άγνωστο, καθώς το κατά τα λοιπά “επιτελικό” κράτος δεν έχει αντίστοιχη ολοκληρωμένη καταγραφή.
Που οφείλεται η διαιώνιση αυτής της άκρως επικίνδυνης πραγματικότητας με τις ελλείψεις σε κρίσιμες δομές;
Με βάση τη νομοθεσία αρμόδιος φορέας για τη λήψη μέτρων προληπτικής πυροπροστασίας είναι ο εκάστοτε διαχειριστικός φορέας και τον έλεγχο των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται αναλαμβάνει η Πυροσβεστική Υπηρεσία που καλείται να εκδώσει ένα πιστοποιητικό πυροπροστασίας, για 5 έτη. Ο έλεγχος περιλαμβάνει την εγκατάσταση και συντήρηση μέτρων και μέσων “ενεργητικής” πυροπροστασίας (πυροσβεστήρες, συστήματα πυρανίχνευσης και συναγερμού, πυροσβεστικές φωλιές, συστήματα καταιονισμού – σπρίνκλερ) και “παθητικής” πυροπροστασίας (επαρκής αριθμός και πλάτος εξόδων κινδύνου, φωτιστικά ασφαλείας, κατάλληλη τοποθέτηση και προστασία των επικίνδυνων χώρων – κατά βάση λεβητοστάσια σε επαρκή απόσταση από κοινόχρηστους χώρους).
Παρόλο που το πιστοποιητικό αυτό αποτελεί μια σημαντική δικλείδα ασφαλείας για την προληπτική πυρόσβεση, η χορήγηση του δεν είναι απαραίτητη για τη λειτουργία των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων (όλων των βαθμίδων).
Η απαλλαγή, κατ’ εντολή του ίδιου του κράτους, των δημόσιων σχολικών μονάδων από την απαίτηση πιστοποιητικού πυροπροστασίας, λειτουργεί ως το απαραίτητο νομικό άλλοθι των διαχειριστών των μονάδων για την ελλειπή εγκατάσταση ενεργητικής και παθητικής πυρόσβεσης ή και της συντήρησής τους. Βεβαίως, στον ίδιο νόμο υπάρχει πρόβλεψη “οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες – φορείς εκμετάλλευσης των δομών να αιτηθούν την έκδοση πιστοποιητικού” κατά βούληση. Το γεγονός ότι ποτέ το Υπουργείο Παιδείας δεν προχώρησε σε αντίστοιχη διαδικασία αποτελεί άμεση παραδοχή της έκτασης του προβλήματος, αφού πιθανή συνέπεια θα ήταν το κλείσιμο αρκετών σχολικών μονάδων.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο εξοργιστική αν σκεφτεί κανείς ότι την ίδια στιγμή για τα πάσης φύσεως ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι απαραίτητη η χορήγηση πιστοποιητικού πυροπροστασίας (και καλώς είναι) για τη λειτουργία τους.
Στην περίπτωση που ο διαχειριστής μιας δημόσιας εκπαιδευτικής δομής (κατά βάση οι δήμοι μετά την περίφημη “αποκέντρωση”) θελήσει αυτοβούλως να συμμορφωθεί με τη διαδικασία που προβλέπεται στην υπ ́ αριθ. 13/2013 Πυροσβεστική Διάταξη, και να εκδώσει πιστοποιητικό πυροπροστασίας ή στην περίπτωση που είναι υποχρεωμένος όπως γίνεται για τους παιδικούς και βρεφικούς σταθμούς (π.δ. 99/2017), τότε αρχίζουν μια σειρά απροσπέλαστα εμπόδια, αφού χιλιάδες κτηρίων πανελλαδικά που στεγάζουν εκπαιδευτικές – κοινωνικές δομές δεν μπορούν να τακτοποιηθούν κτηριολογικά και χαρακτηρίζονται ως αυθαίρετα! Αφορά σε κτήρια που φτιάχτηκαν κατά βάση από τον ΟΣΚ (σημερινή ΚΤΥΠ α.ε.) ή το ελληνικό δημόσιο, μετράνε χρόνια λειτουργίας, το κράτος τοποθετεί εκπαιδευτικούς κλπ, αλλά την ίδια στιγμή δεν τα αναγνωρίζει, ενώ τα μεταβίβασε στους δήμους χωρίς τα σχετικά έγγραφα νομιμοποίησης (άδειες δόμησης κλπ). Με αυτό το αδιέξοδο ως δεδομένο, δημιουργεί ερωτήματα, το γεγονός ότι πυκνώνουν το τελευταίο διάστημα οι απειλές και τα τελεσίγραφα από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών προς τους δήμους για την τακτοποίηση των αδειών λειτουργίας προσχολικών δομών παρότι με ευθύνη του ίδιου Υπουργείου δεν έχουν εξασφαλιστεί οικοδομικές άδειες και επόμενα δεν μπορούν τα υπάρξουν τα απαραίτητα πιστοποιητικά, ανάμεσά τους και της πυροπροστασίας. Δεν θα ήταν παράλογη η εκτίμηση ότι με αυτή την τακτική προωθούνται οι ιδιωτικοί παιδικοί σταθμοί στην απορρόφηση των voucher του ΕΣΠΑ, ενώ γίνεται και μετάθεση ευθυνών αν κάτι συμβεί και όχι για να μη συμβεί.
Στο πλέγμα των εμποδίων για τη θωράκιση των δημόσιων εκπαιδευτικών δομών στην ολοκληρωμένη τήρηση μέτρων πυροπροστασίας προστίθεται το σύνηθες γεγονός ότι και αυτή η δαπάνη θεωρείται κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό. Στο πνεύμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της πολεμικής οικονομίας δεν “περισσεύουν” δαπάνες για τον σκοπό αυτό.
Το ότι δεν περισσεύουν χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό είναι βέβαια σχήμα λόγου, καθώς η εξαντλητική φορολογία όλων των λαϊκών στρωμάτων απέδωσε μόνο για το Α’ τετράμηνο του 2025, 5,14 δις πλεόνασμα, αλλά η προληπτική πυροπροστασία δεν συγκαταλέγεται στις “επιλέξιμες δαπάνες”, όπως άλλωστε και κανενός είδους πρόληψη στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας του λαού. Ή για να το πούμε πιο ολοκληρωμένα οι μόνες δαπάνες που σχετίζονται με την πρόληψη της υγείας και της ασφάλειας των λαϊκών στρωμάτων και προκρίνονται από κράτος και ΕΕ, είναι αυτές οι οποίες θα συνδυαστούν και με κέρδη για μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Όπως έγινε και με την πρόσφατη και πολυδιαφημισμένη καμπάνια του Υπουργείου Υγείας, με σκοπό την πρόληψη διάφορων ασθενειών, με την προϋπόθεση ότι οι εξετάσεις θα πραγματοποιηθούν σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα και όχι στα δημόσια νοσοκομεία. Όπως αντίστοιχα έγινε και με τον κανονισμό προστασίας ακινήτων του 2023, που προέρχεται από Ευρωπαϊκή Οδηγία και αποδείχτηκε ανεφάρμοστος, με παραγόμενες μελέτες αμφιβόλου επιστημονικής τεκμηρίωσης και υψηλού του κόστους, αλλά ευεργέτησε τις ασφαλιστικές εταιρείες που αύξησαν τα ασφάλιστρα για την παροχή αντίστοιχων υπηρεσίες.
Την ίδια στιγμή, στα διάφορα χρηματοδοτικά προγράμματα των τελευταίων χρόνων (ΤΑΑ, ΕΣΠΑ, ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΡΙΤΣΗΣ) δόθηκε προτεραιότητα στην ψηφιακή και την “πράσινη” μετάβαση και όχι στην εκπόνηση μελετών πυροπροστασίας και στην εφαρμογή των αντίστοιχων μέτρων. Εννοείται ότι οι όποιες μελέτες πυροπροστασίας εκπονήθηκαν για δημόσια σχολεία και κοινωνικές δομές, έγιναν από μεγάλες μελετητικές εργολαβικές εταιρίες, με υψηλό κόστος, καθώς η υποστελέχωση των δήμων προκύπτει ως “βολικό” εμπόδιο. Όμως και αυτές οι λίγες μελέτες που εκπονήθηκαν, στην πλειοψηφία τους είναι καταδικασμένες να μείνουν “στα χαρτιά”, αφού δεν έχει προβλεφθεί αντίστοιχη δαπάνη για την εφαρμογή τους και δεν έχουν λυθεί τα ιδιοκτησιακά ζητήματα των δημόσιων δομών.
Διανύοντας τον 21ο αιώνα, η διαιώνιση τόσων και τέτοιων ελλείψεων σε μέσα και μέτρα πυροπροστασίας σε εκπαιδευτικές δομές δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε άδολη. Είναι έγκλημα εκ προ μελέτης, αφού η επιστήμη, η τεχνογνωσία, αλλά και η πείρα στην πυροπροστασία παρέχει όλους τους όρους για την σύνταξη ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού, με εκπόνηση μελετών από μηχανικούς του ελληνικού δημοσίου, την ανάλογη εφαρμογή τους με κόστος του κρατικού προϋπολογισμού, τη διαρκή άσκηση και εκπαίδευση της σχολικής μονάδας κοκ.
Επιβεβαιώνεται, τελικά, αυτό που εκατομμύρια λαού πανελλαδικά διατράνωσαν στις 28 Φλεβάρη στη μεγαλειώδη απεργία καταδίκης του εγκλήματος των Τεμπών για τα καθημερινά μικρά και μεγάλα κρατικά εγκλήματα.
Οι πυροσβέστες ως αναπόσπαστο κομμάτι του λαού, με την πείρα που έχουμε και την ευθύνη απέναντι στον λαό και τη νεολαία, έχουμε κάθε συμφέρον από την πρόταση που καταθέτει το ΚΚΕ. Το μόνο Κόμμα που παίρνει σαφή και ξεκάθαρη θέση με τα συμφέροντα του λαού, το μόνο που δεν σπέρνει αυταπάτες και λέει ξεκάθαρα στο λαό ότι μόνο με τον αγώνα του μπορεί να καταφέρει τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του σήμερα. Οι πυροσβέστες μαζί με τα λαϊκά στρώματα έχουμε συμφέρον να συμπορευτούμε με το ΚΚΕ και να παλέψουμε για:
Άμεση επίλυση όλων των ελλείψεων σε μέτρα και μέσα πυροπροστασίας για όλα τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα ενόψει της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς.
Εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης για την εκπόνηση μελετών και την εφαρμογή των κατάλληλων μέσων και μέτρων σε κάθε δομή.
Νομική τακτοποίηση των σχολικών και κοινωνικών δομών που εμφανίζονται ως αυθαίρετα.
Κατάρτιση προγράμματος εκπαίδευσης της κοινότητας πάνω σε κατάλληλα σχέδια για την αντίδρασή της σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς.
Κατάργηση της αντιδραστικής νομοθεσίας που μετακυλίει στις πλάτες των πολιτών την ευθύνη της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών.
Κάλυψη όλων των οργανικών κενών του Πυροσβεστικού Σώματος και της Δασικής Υπηρεσίας με μόνιμο προσωπικό.
Ενίσχυση της υλικοτεχνικής υποδομής των Δυνάμεων του Πυροσβεστικού Σώματος με την ανανέωση και ενίσχυση του μηχανολογικού εξοπλισμού.
Ενίσχυση του κρατικού εναέριου στόλου πυρόσβεσης με κριτήριο τα ιδιαίτερα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας και της υποστηρικτικής αλλά απαραίτητης συμβολής του στη δασοπυρόσβεση.
Πλήρης αποστρατιωτικοποίηση του Πυροσβεστικού Σώματος, αποχαρακτηρισμός του από Σώμα Ασφάλειας.
Είναι αναγκαίο να συζητηθεί ιδιαίτερα από τους πυροσβέστες ότι η ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του ζητήματος της πρόληψης απέναντι σε όλες τις καταστροφές και τα περιστατικά εκτάκτων αναγκών μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο στα πλαίσια μια άλλης κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση του λαού, όπου η εξουσία θα ανήκει στο λαό και η οποία στο επίκεντρο της θα έχει την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.